σκυτοτομικός

σκυτοτομικός
-ή, -όν, Α [σκυτοτόμος]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκυτοτόμο («τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκυτοτομικός
ο σκυτοτόμος («τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῑν», Πλάτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυτοτομική
η σκυτοτομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκυτοτομικά — σκῡτοτομικά , σκυτοτομικός of neut nom/voc/acc pl σκῡτοτομικά̱ , σκυτοτομικός of fem nom/voc/acc dual σκῡτοτομικά̱ , σκυτοτομικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοτομικῶν — σκῡτοτομικῶν , σκυτοτομικός of fem gen pl σκῡτοτομικῶν , σκυτοτομικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοτομικόν — σκῡτοτομικόν , σκυτοτομικός of masc acc sg σκῡτοτομικόν , σκυτοτομικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοτομικοῦ — σκῡτοτομικοῦ , σκυτοτομικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοτομικάς — σκῡτοτομικά̱ς , σκυτοτομικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοτομικῆς — σκῡτοτομικῆς , σκυτοτομικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοτομικῇ — σκῡτοτομικῇ , σκυτοτομικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοτομική — σκῡτοτομική , σκυτοτομικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοτομικήν — σκῡτοτομικήν , σκυτοτομικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”